- προκαταλήγω
- Α1. καταλήγω, τελειώνω προηγουμένως2. προλαβαίνω τη λήξη, το τέλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταλήγει — προκαταλήγω terminate beforehand pres ind mp 2nd sg προκαταλήγω terminate beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλῆξαι — προκαταλήγω terminate beforehand aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλήγειν — προκαταλήγω terminate beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταλήγουσα — προκαταλήγω terminate beforehand pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… … Dictionary of Greek
προκατάληξις — ήξεως, ἡ, Α [προκαταλήγω] προηγούμενη, προκαταρκτική λήξη … Dictionary of Greek
προκαταληκτικός — ή, όν, Α [προκαταλήγω] (στη μελική ποίηση) τα μέτρα που έχουν στην αρχή ή στο μέσο καταληκτικούς πόδες («προκαταληκτικὸν τροχαϊκόν», Ηφαιστ.) … Dictionary of Greek
προκαταλήξασαν — προκαταλήξᾱσαν , προκαταλήγω terminate beforehand aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)